μόνωτος

μόνωτος
-η, -ο (Α μόνωτος, -ον)
(για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή
νεοελλ.
αυτός που έχει ένα αφτί
αρχ.
το ζώο μόναπος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρί-ωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόνωτος — victine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνωτον — μόνωτος victine masc/fem acc sg μόνωτος victine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονώτου — μόνωτος victine masc/fem/neut gen sg μονώτης solitary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνωτα — μόνωτος victine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”